top of page

15 Οκτωβρίου 2010: Τριήμερη εκδρομή σε Ιωάννινα-Ζαγοροχώρια

 

 

15 Οκτωβρίου προς Γιάννενα. Ξεκινάμε πρωί, η μέρα καλή παρά τις προβλέψεις, μα η Αθήνα έτσι κι αλλιώς είναι μια πόλη απρόβλεπτη. Στο πούλμαν η γελαστή αρχηγός και πρόεδρος του συλλόγου των Πυλαρέων μοιράζει με το ένα χέρι το πρόγραμμα και με το άλλο καραμελίτσες· σχολιάζοντας γινόμαστε μια παρέα.

Μέχρι τον Ισθμό ακούμε Χατζιδάκη· οι τέσσερις αξιοθρήνητοι στρατηγοί του φιλοδοξούν ακόμη να πάνε στο μακρινό το Ιράν, έχουν ήδη πάει σε γειτονικά του μέρη μεταφέροντας τον θρήνο.

Περνώντας τον Ισθμό της Κορίνθου τον κοιτάμε· πάντα τον κοιτάμε, ίσως γιατί είναι ολοφάνερο δείγμα της ανθρώπινης επέμβασης στη Φύση· μια μαχαιριά στην ξηρά και το θαλασσινό νερό γίνεται πέρασμα στην υπηρεσία του ανθρώπου.

Η στάση για καφεδάκι απαραίτητη και κατά τις 12 αντικρίζουμε τη Γέφυρα Ρίου-Αντιρίου. Η χρησιμότητά της αδιαμφισβήτητη, αλλά και η αισθητική της εντυπωσιάζει: πελώρια άσπρα φτερά ανοιχτά ανάμεσα στις αποχρώσεις του γαλάζιου. «Είδες οι Γάλλοι;» ακούω πίσω μου. Την περνάμε και το τοπίο αλλάζει.

Κορφές και πρόποδες που νίβονται στη θάλασσα. Ο Αχελώος σέρνεται νωχελικά, ακίνητες γκρίζες τούφες πάνω απ’ την Αμβρακία λίμνη, χωράφια· ένα θυμωμένο σύννεφο χτυπάει με σταγόνες το παρμπρίζ.

Φτάνουμε στην Αμφιλοχία, τη νοτισμένη πολιτεία, τη θαυμάζουμε, μα δε στεκόμαστε.

Ο καιρός ανοίγει, στάση για γεύμα στο Μενίδι, κοντά στο κύμα. Η θάλασσα είναι η μεγάλη Πράσινη της Φακίνου, τα σύννεφα ξεφυτρώνουν απ’ τον ορίζοντα σαν άσπρα μπουκέτα, που γρήγορα μαραίνει ο καυτός ήλιος του νοτιά.

Ύστερα ο δρόμος μας κατά μήκος του Λούρου και το φράγμα του. Οι πλαγιές κατάφυτες, τα φύλλα των πλατάνων μισοκίτρινα· μέσα στο πρασινοκίτρινο τοπίο ένα  δεντράκι προκαλεί το μάτι· τα φύλλα του σε έντονο πορτοκαλί πεθαίνουν με διαφορετικό τρόπο.

Η φίλη στο διπλανό κάθισμα είναι σκεπτική. Μου ανοίγεται. Έχει γυρίσει αυτά τα μέρη πολλά χρόνια πριν μ’ ένα παλιό της φλερτ. Πρέπει να ζει στα Γιάννενα, να τηλεφωνήσει; Γελάω και την πειράζω: «Κι αν ο ωραίος φοιτητής σου είναι τώρα ένας χοντρός φαλακρός οικογενειάρχης που δε σε θυμάται καν;» Με κοιτάζει με την άκρη του ματιού παραξενεμένη. «Άσε την εικόνα του όπως είναι μέσα σου θαλερή, μην την κιτρινίσεις, μην αλλάζεις μια γλυκιά ανάμνηση με την απρόβλεπτη πραγματικότητα», σκέφτομαι, αλλά δεν της το λέω, μπορεί να έχω άδικο.

Η αρχηγός μας παίρνει το μικρόφωνο· λίγα λόγια και ζουμερά για τα Γιάννενα: η λίμνη, το Πανεπιστήμιο, ο Αλί πασάς και οι κυράδες Φροσύνη και Βασιλική, το παρόν και το παρελθόν μιας ιστορικής πόλης και ο μύθος όπου δε φτάνει η Ιστορία.

Την πλησιάζουμε. Τα σύννεφα κατηφορίζουν απ’ τις κορφές, το τοπίο μουσκεμένο. Πίσω απ’ τα σύδεντρα ξεχωρίζουν χωριουδάκια. Ένα δασάκι από έλατα και κυπαρίσσια κουκουλώνει έναν λόφο σαν πράσινος σκούφος. Περνάμε απ’ το μουσείο Βρέλλη με τα κέρινα ομοιώματα. Οι στέγες του είναι από σκούρα πέτρα σαν μολύβδινες· είναι κλειστό, δεν το επισκεπτόμαστε. Δεν πειράζει. Δε με ενθουσιάζει η πλαστική με κερί, προτιμώ τον πηλό και την πέτρα, οι «φωνές» τους είναι πιο εσωτερικές, πιο βαθιές.

Η μέρα γέρνει όταν καταλύουμε στο ξενοδοχείο «Βυζάντιον». Πόθεν το όνομα; Πιθανόν από τα μεσαιωνικά μας κλέη. Είμαστε ελεύθεροι να επισκεφτούμε τη λίμνη και τα φαγάδικά της. Η λίμνη αχνίζει καθώς και τα φαγάδικα. Δεν αντιστεκόμαστε.

16 Οκτωβρίου πρωί. Προς Ζαγοροχώρια. Στον γκρίζο ουρανό ένα ουράνιο τόξο τοξεύει υποσχέσεις. Μακρινά καμπαναριά συμπάσχουν με τα φθίνοντα φύλλα. Φιδίσιοι δρόμοι, δακρυσμένη βλάστηση. Στο Μεσοβούνι τα πρώτα πέτρινα σπίτια. Ο Άγιος Μηνάς τυλιγμένος με ξεφτίδια νεφών· τα διασχίζουμε. Φαίνεται το χωριό Αρίστη κάτω από βραχώδεις κορφές που το σκέπουν. Φτάνουμε στη γέφυρα του Αώου. Πανηγύρι νερών και βλάστησης. Τα χρώματα του Φθινοπώρου ατρόμητα μπροστά στη φθορά, αφού η φθορά της Φύσης δε μοιάζει με του ανθρώπου, είναι εκπληκτικά ωραία και προσωρινή.

Μεγάλο Πάπιγκο. Το περιηγούμαστε. Τεράστιοι βράχοι πάνωθέ του, γίγαντες πετρωμένοι από κάποιο παραμύθι, ταγμένοι να το φρουρούν. Καθώς τους φωτογραφίζω, ένα παλιό καμπαναριό, με το θράσος της ομορφιάς που φτιάχνουν τα ανθρώπινα χέρια, τους συναγωνίζεται, Οι βράχοι υπομένουν συγκαταβατικοί και μεγάθυμοι. Τα σπίτια και τα καλντερίμια του χωριού μάς δείχνουν τι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος με την πέτρα. Έτσι είναι τα σπίτια και στα 44 Ζαγοροχώρια.

Φεύγουμε από ’κει κατά τις 12 κι ο ήλιος λάμπει. Σε μια ατραπό με αξιώσεις λεωφόρου το πούλμαν δυσκολεύεται να περάσει. Συζητάμε για τον τοίχο ενός σπιτιού που μας εμποδίζει! Μήπως θα ’πρεπε να τον γκρεμίσουν, αν θέλουν τουρισμό; Αχ, εμείς της μεγαλούπολης! Τέλος η αξιοσύνη του οδηγού δίνει λύση.

Στον δρόμο μας μια ροδιά φορτωμένη τους καρπούς της μας τραβάει την προσοχή. Πώς βρέθηκε μόνη ανάμεσα στα άγρια πουρνάρια; Ίσως η ιστορία του σπόρου που ταξιδεύει.

Προορισμός μας τώρα η μονή Μολυβδοσκέπαστος κάτω στην κοιλάδα της ΒΔ Ηπείρου, όπου η συνάντηση ποταμών: ο Αώος απ’ την Πίνδο συναντά τον Βοίδομάτη απ’ τη χαράδρα του Βίκου και οι δυο τους συναντούν τον Σαραντάπορο απ’ το Επταχώρι και τον Πεντάλοφο. Τρέχουμε μαζί με τα νερά, μα αυτά μοιάζουν ακίνητα στο βάθος. Δεν ξέρω γιατί μου έρχεται στον νου ο Ηράκλειτος: «Τα πάντα προχωρούν και τίποτα δε μένει αμετακίνητο – τα πράγματα μοιάζουν με τη ροή ενός ποταμού, δεν μπορείς να μπεις δυο φορές στο ίδιο ποτάμι»….

Στη μονή ο ηγούμενος εξηγεί: ο σταυροειδής ναός είναι βυζαντινός και κτίστηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Πωγωνάτο (668 – 685). Είναι αφιερωμένος στην Παναγία. Λέγεται Μολυβδοσκέπαστος, γιατί ολόκληρη η στέγη του Καθολικού (δηλ. του ναού της μονής) ήταν σκεπασμένη με μολύβι. Ο γέροντας επιμένει στα θαύματα της εικόνας και στις δυσκολίες λόγω της γειτνίασης της μονής με τα σύνορα. Εμείς θαυμάζουμε τις τοιχογραφίες και το ξυλόγλυπτο τέμπλο και έξω απ΄ το ναό τις αχειροποίητες εικόνες της Φύσης γύρο μας: πλατάνια δίπλα στο ποτάμι, άσπρες κροκάλες στις όχθες.

Ύστερα οδεύουμε προς Κόνιτσα. Τη βλέπουμε ξαπλωμένη στην αγκαλιά πράσινων βουνών. Μια γυμνή κορυφή προβάλλει δειλά ανάμεσα στις άλλες σαν να ντρέπεται που διαφέρει. Μεσημεριανό και περιήγηση σ’ αυτήν τη γραφική κωμόπολη. Επιστροφή στα Γιάννενα και βράδυ ελεύθερο. Η παρέα μου χαζεύει στο παραλιακό πάρκο και σταματά μπροστά στην προτομή του Λορέντζου Μαβίλη. Ένα κοντινό στρατόπεδο έχει το όνομά του, πράγμα παράξενο για ποιητή, αν δεν ξέρει κάποιος ότι σκοτώθηκε στον Δρίσκο πολεμώντας, Κερκυραίος αυτός, για την Ήπειρο το 1912 ως λοχαγός των Γαριβαλδινών. Παίρνουμε το καραβάκι για το νησάκι της Παμβώτιδος. Στόχος μας να θαυμάσουμε τις τοιχογραφίες στις βυζαντινές μονές ( μονή του Προδρόμου, μονή του Αγίου Παντελεήμονος, όπου θανατώθηκε ο Αλί πασάς το 1822, μονή του Αγίου Νικολάου, γνωστή ως μονή Φιλανθρωπηνών, όπου ανάμεσα στο πλήθος των τοιχογραφιών υπάρχουν τοιχογραφίες που απεικονίζουν 7 ολόσωμες μορφές αρχαίων Ελλήνων – Πλάτων, Απολλώνιος, Σόλων, Αριστοτέλης, Πλούταρχος, Θουκυδίδης, Χείλων μαζί με χριστιανούς Αγίους ). Δεν τα καταφέρνουμε, είναι η ώρα προχωρημένη και είναι κλειστές. Θαυμάζουμε τα ασημικά που πουλιούνται σ’ όλα τα δρομάκια.

17 Οκτωβρίου. Πρωί. Προς Μέτσοβο. Η αεικίνητη πρόεδρος δίνει τις απαραίτητες πληροφορίες με συντομία και σαφήνεια. Μουσκλωμένος ο καιρός. Τρέχοντας στην Εγνατία νιώθουμε στα αριστερά μας την πυκνή ανάσα της λίμνης, τα βαθουλώματα της γης είναι γεμάτα πούσι. Περνάμε τρυπημένα βουνά· μια σήραγγα είναι 4.600 μ. «Ο μεγάλος δρόμος ενώνει κόμβους, αλλά αποξενώνει τα χωριά», ακούω πίσω μου. Ο Άραχθος στα δεξιά μας απαθής. Μας περικυκλώνουν σύννεφα.

Το Μέτσοβο είναι στα 1200 μ. υψόμετρο, τριγυρισμένο από δασωμένες κορφές της Πίνδου. Τα σπίτια του με μια χαρακτηριστική κομψότητα: πέτρινα στο ισόγειο, σοβαντισμένα στον όροφο. Μια καλόκαρδη γυναίκα μας μπάζει στο σπιτικό της να το δούμε: χτιστό καθιστικό με κιλίμια, τζάκια στα δωμάτια, μπακίρια και παράθυρα με πλεκτά κουρτινάκια, διαθέσιμα στους αέρηδες του δάσους. Τριγυρίζουμε στα πέτρινα καλντερίμια, ανηφορικά ή κατηφορικά. Αγοράζουμε πίτες από έναν αυθεντικά φούρναρη, που μόλις μαθαίνει ότι είμαστε από Αθήνα, κουνά το κεφάλι με λύπη και λέει «Αχ, χρυσούλια μου!» Στην κεντρική πλατεία κάτω απ’ τα πλατάνια παππούδες με γκλίτσες και κασκέτα κάθονται στη σειρά πάνω σε πάγκους και περιμένουν ν’ ακούσουν κάποιον υποψήφιο δήμαρχο. Απέναντι από το Μέτσοβο το χωριό Ανήλιο, όνομα και πράμα, αλλά εξίσου γοητευτικό

12 το μεσημέρι. Γυρισμός. Θα προλάβουμε ανοιχτή κάποια μονή των Μετεώρων; Περνάμε τον Βενέτικο ποταμό. Τον φυλάνε βράχοι με παράξενες μορφές, όμως καλόγνωμοι με τα ανθρώπινα παιχνίδια του νερού. Στον δρόμο μάς σταματά ένα κοπάδι προβάτων που διεκδικούν τα μονοπάτια τους, δε βιάζονται· τα τσοπανόσκυλα επαγρυπνούν πάνω απ’ τις ράχες τους.

Κατά τις 2 φαίνονται οι βράχοι των Μετεώρων και οι μονές – φωλιές ευλάβειας. Λες ο Θεός ν’ ακούει πιο καλά, αν τον καλείς από ψηλά; Αναρωτιέμαι. Οι μονές έχουν κλείσει ήδη, αναγγέλλει με λύπη η αρχηγός.

Κατευθυνόμαστε προς Ελάτη. Περνάμε το χωριό Πύλη· είναι εντυπωσιακό, πραγματική πύλη  από τεράστια βράχια απ’ όπου διαβαίνουν τα νερά του ποταμού. Ένα παλιό γεφύρι και γύρο το φλεγόμενο Φθινόπωρο.

Μεσημεριανό στην ταβέρνα «Γιάννης» έξω από την Ελάτη με νοστιμιές και θέα.

5 το απόγευμα στην τελική ευθεία. Κι όμως σταματάμε να ψωνίσουμε κάστανα, μήλα, χόρτα από έναν υπαίθριο πάγκο και μια πανέξυπνη αγρότισσα με τσακισμένο πρόσωπο.

Νυχτώνει καθώς διασχίζουμε τον θεσσαλικό κάμπο. Οι ταμπέλες δείχνουν Καρδίτσα, Δομοκό…., δεν έχει σημασία ποιους τόπους περνάμε· τα φώτα τους είναι ίδια μες το σκοτάδι.

 

                                                                                  (Κείμενο  Χαρά Πρεβεδώρου)

bottom of page